- microfibrille
-
Encyclopédie Universelle. 2012.
● microfibrille nom féminin Organite contractile des cellules de certains protistes, d'aspect filiforme. (L'ensemble des microfibrilles assure les changements de forme et de volume de la cellule.)
Encyclopédie Universelle. 2012.
μικροϊνίδιο — το 1. βιολ. στοιχείο τού κυτταροσκελετού τών ζωικών και φυτικών κυττάρων 2. βοτ. ραβδόμορφη ή ταινιοειδής δομή ποικίλου μήκους και διαμέτρου 100 250 περίπου A, που είναι ορατή μόνο στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α… … Dictionary of Greek